- συγγράφοντας
- συγγράφωwritepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αρκούδιος, Πέτρος — (Κέρκυρα 1562 – Ρώμη 1633). Καθολικός θεολόγος. Σπούδασε στο Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης, που το είχε ιδρύσει το Βατικανό για χάρη των Ελλήνων που είχαν προσηλυτιστεί στο δυτικό δόγμα. Ύστερα από σπουδές δώδεκα ετών ο Α. ανακηρύχθηκε διδάκτορας… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Γεννάδιος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Γ. Α’ (; – 471 μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (458 471), που διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Ανατόλιο και είναι γνωστός κυρίως από την άκαμπτη στάση που επέδειξε στην αντιμετώπιση του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Κουκουζέλης, Ιωάννης — (12oς αι.). Εκκλησιαστικός μουσικός. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους μουσικούς της βυζαντινής εποχής. Καταγόταν από το Δυρράχιο και έμεινε ορφανός από πατέρα σε πολύ μικρή ηλικία. Φοίτησε στην αυτοκρατορική σχολή της Κωνσταντινούπολης,… … Dictionary of Greek
Κούμας, Κωνσταντίνος — (Λάρισα 1777 – Τεργέστη 1836). Εκπαιδευτικός. Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών του στη σχολή του Τιρνάβου, κοντά στον τότε φημισμένο δάσκαλο Ιωάννη Πέζαρο, δίδαξε έως το 1804 στα σχολεία της Λάρισας, της Τσαριτσάνης και των Αμπελακίων.… … Dictionary of Greek
Μέδικοι — (Medici). Μεγάλη οικογένεια της Φλωρεντίας. Από τις αρχές της συγκρότησής της επιδόθηκε στο εμπόριο και στις αρχές του 13oυ αι. η δραστηριότητά της εξαπλώθηκε επίσης στον εμπορικό δανεισμό, προπάντων μετά τη μεγάλη τραπεζική κρίση της Φλωρεντίας… … Dictionary of Greek
Μοισιόδαξ, Ιώσηπος — (Τσερναβόντα, Βλαχία 1730; – Βουκουρέστι 1800). Διδάσκαλος του Γένους, ο πρώτος Νεοέλληνας παιδαγωγός κι ένας από τους πρωιμότερους εκπροσώπους του ελληνικού Διαφωτισμού. Οι πληροφορίες που έχουμε για τα νεανικά του χρόνια είναι ανεπαρκείς και… … Dictionary of Greek
Μολιέρος — (Moliere, Παρίσι 1622 – 1673). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα και ηθοποιού Ζαν Μπατίστ Ποκλέν (Jean Baptiste Poquelin). Φοίτησε πρώτα σε σχολείο ιησουιτών, ανάμεσα στους νέους της υψηλής κοινωνίας· συνέχισε κατόπιν τις… … Dictionary of Greek